- ντοπιολαλιά
- ητοπικό γλωσσικό ιδίωμα, τοπική διάλεκτος (τραγούδια τών πολεμιστάδων σ' όλες τις ντοπιολαλιές», Βάρναλης).[ΕΤΥΜΟΛ. < ντόπιος + λαλιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντοπιολαλιά — η τοπική γλωσσική διάλεκτος, γλωσσικό ιδίωμα, γλώσσα ιδιωματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)